- κερμάτιο
- το (Α κερμάτιον)(υποκορ. τού κέρμα)1. μικρό κέρμα («σιωπῇ τῶν κερματίων ἐνέβαλλον εἰς τὰς χεῑρας», Πλούτ.)2. στον πληθ. τα κερμάτιαμικρά κομμάτια από σίδερο που τά τοποθετούσαν σε κλειστή θήκη και τά εκσφενδόνιζαν από μικρή απόσταση με τα παλαιά λεία πυροβόλααρχ.πάπ. το ταμείο.
Dictionary of Greek. 2013.